- καβάλα
- Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου.
Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες υδραγωγείο– στους πρόποδες του όρους Συμβόλου, στον αριστερό μυχό του φερώνυμου κόλπου, στο μέσο σχεδόν της ακτής μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αλεξανδρούπολης. Απέχει από την Αθήνα 682 χλμ., από τη Θεσσαλονίκη 169 χλμ. και από τον Πειραιά 245 ναυτικά μίλια. Αξιόλογα μνημεία της Κ. είναι το κάστρο και τα μουσουλμανικά κτίρια που έχουν κατασκευαστεί από τον Μοχάμετ Άλι, όπως το Ιμαρέτ και άλλα, δημόσια και ιδιωτικά. Ιδιαίτερα γραφικό είναι το τμήμα της πόλης που περιβάλλει το κάστρο καθώς και το αντίστοιχο του απέναντι λόφου. Ξεχωριστή φυσιογνωμία δίνουν στην περιοχή οι μορφές της λαϊκής μακεδονικής αρχιτεκτονικής, οι λιθόστρωτοι δρόμοι και οι πολεοδομικές λύσεις που υπαγορεύουν η στενότητα του χώρου και η έντονη κλίση. Στην Κ. υπάρχουν επίσης πολλές νεοκλασικές κατοικίες καθώς και ορισμένα κτίρια, αντιπροσωπευτικά του εκλεκτικισμού των αρχών του 20ού αι. Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζουν τα καπνομάγαζα, από τα πρώτα βιομηχανικά κτίρια στην Ελλάδα, αλλά και το Μουσείο, καθώς και η όλη διαμόρφωση του τμήματος της πόλης που έχει δημιουργηθεί με τις επιχώσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Η Κ. αποτελεί το σημαντικότερο εμπορικό, εξαγωγικό, βιομηχανικό και αλιευτικό κέντρο Α της Θεσσαλονίκης και ένα από τα μεγαλύτερα παραδοσιακά κέντρα επεξεργασίας και εξαγωγής καπνού της χώρας. Επίσης, η Κ. και η περιοχή της διαθέτουν βιομηχανίες φωσφορικών λιπασμάτων, ειδών διατροφής, ενδυμάτων κ.ά. Χάρη στη θέση της –σταθμός στην οδό Θεσσαλονίκης-Τουρκίας, κοντά στις αρχαιότητες των Φιλίππων και κύριο λιμάνι για τη Θάσο– έχει γίνει αξιόλογο τουριστικό κέντρο, με σύγχρονες εγκαταστάσεις.
Ιστορία. Στην πορεία της ιστορίας της η Κ. έχει λάβει τρεις ονομασίες: Νεάπολις στην αρχαιότητα, Χριστούπολις στους βυζαντινούς χρόνους, Κ. από την τουρκοκρατία. Η θέση της αρχαίας πόλης δεν φαίνεται να κατοικήθηκε πριν από την αρχαϊκή εποχή. Ωστόσο, σε μια χαμηλή έξαρση της κοιλάδας, στο ανατολικό άκρο της πόλης, έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη ενός μικρού παραθαλάσσιου οικισμού της νεολιθικής εποχής.
Η Νεάπολις, αποικία της Θάσου, χτίστηκε πάνω στη βραχώδη χερσόνησο, όπου σήμερα βρίσκεται η παλαιότερη συνοικία της πόλης, η Παναγία. Η οχυρή θέση, προικισμένη από τη φύση και με δύο όρμους, είχε εξαιρετική στρατηγική και εμπορική σημασία, την οποία διατήρησε έως τα τελευταία χρόνια· από εκεί περνούσε ο πανάρχαιος δρόμος που συνέδεε τη Θράκη με τη Μακεδονία και γενικότερα την Ευρώπη με την Ασία, όπως και ο δρόμος που οδηγούσε στο χρυσοφόρο Παγγαίο και στην πλουτοπαραγωγική περιοχή του Δάτου (Φίλιπποι). Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκε η Νεάπολις. Ωστόσο, σύμφωνα με τα ανασκαφικά ευρήματα από το πολύ σημαντικό ιερό της Παρθένου, η αποικία αυτή της Θάσου πιθανώς ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Ένα ισχυρό τείχος, χτισμένο με μεγάλους λιθόπλινθους γρανίτη, περιέβαλλε την αρχαία πόλη. Από το τείχος αυτό έχουν διασωθεί μεγάλα τμήματα, κυρίως στη βόρεια πλευρά του αρχαίου οικισμού. Εξάλλου, οι οχυρώσεις της βυζαντινής εποχής, όπως και της τουρκοκρατίας, ακολούθησαν την ίδια ή παραπλήσια διαδρομή. Εκεί λατρευόταν κυρίως η Πολιούχος Θεά, η Παρθένος, εξελληνισμένη μορφή της θρακικής Άρτεμης Ταυροπόλου ή Βενδίδας με χθόνιο χαρακτήρα. Στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., πιθανώς έπειτα από κάποια καταστροφή του ιερού, ένας λαμπρός περίπτερος ιωνικός ναός, χτισμένος με λευκό μάρμαρο Θάσου, υψώθηκε στον χώρο του ιερού. Από τον ναό αυτό έχουν διασωθεί θαυμάσια αρχιτεκτονικά μέλη, ιδίως κιονόκρανα εξαίρετης τέχνης, που εκτίθενται στο Μουσείο της Κ.
Λίγο πριν από το 500 π.Χ. άρχισαν να κυκλοφορούν τα αργυρά νομίσματα της Νεαπόλεως, με κύρια παράσταση ένα γοργόνειο, απόδειξη της αυτονομίας της κατά την εποχή αυτή. Μετά τη μάχη των Πλαταιών και την αποχώρηση των Περσών από την Ελλάδα, η Νεάπολις προσχώρησε στην Αθηναϊκή συμμαχία. Το 355 π.Χ. κλήθηκε εκεί ο αθηναϊκός στόλος να περιορίσει τον Φίλιππο Β’, ο οποίος όμως από το 346 π.Χ. ήταν κύριος της Θράκης, ενώ αργότερα έλεγχε και τη Θάσο. Από τότε η Νεάπολις έχασε την ελευθερία της. Στη μάχη των Φιλίππων (42 π.Χ.) ήταν βάση του στόλου του Βρούτου και του Κάσιου και το φθινόπωρο του 49 μ.Χ. αποβιβάστηκε εκεί, πρώτη φορά σε ευρωπαϊκή πόλη, ο Απόστολος Παύλος πηγαίνοντας προς τους Φιλίππους. Κατά τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες η Νεάπολις αναφερόταν μόνο σε οδοιπορικά, ως σταθμός στον δρόμο προς την Ασία, ήταν έδρα επισκόπου και επί Ιουστινιανού επισκευάστηκαν τα τείχη της.
Η ονομασία Χριστούπολις, που αναφέρεται για πρώτη φορά στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ., είναι πιθανό πως δόθηκε στην πόλη κατά το δεύτερο μισό του 8ου αι. μ.Χ. Κατά την περίοδο των σλαβικών επιδρομών εγκαταστάθηκε στο φρούριό της ο δεύτερος, μετά τον αυτοκράτορα, βυζαντινός τιτλούχος. Η Χριστούπολις αργότερα ανήκε στο θέμα του Στρυμόνος. Το 926 ο στρατηγός του θέματος Κλάδων επισκεύασε τα τείχη της, το 1097 πέρασαν από εκεί τα στρατεύματα της Α’ Σταυροφορίας, το 1185 την πυρπόλησαν οι Νορμανδοί, ενώ το 1306 πέρασαν έξω από τα τείχη της, ακολουθούμενοι από Τούρκους, οι Καταλανοί που κατευθύνονταν στη Θεσσαλονίκη. Αμέσως μετά, ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος έχτισε ένα μακρύ τείχος που άρχιζε από τα τείχη της πόλης και κατέληγε στην κορυφή του βουνού. Το 1387 την κυρίευσαν οι Τούρκοι, οι οποίοι το 1391 την κατέστρεψαν εντελώς· οι κάτοικοί της σκορπίστηκαν και ο τόπος ερήμωσε. Από τότε και έως το 1526 δεν υπήρξε πραγματικός οικισμός, αλλά ένα οχυρωμένο φρούριο το οποίο κατέλαβαν (1425) οι Βενετοί ύστερα από σκληρές μάχες με τους Τούρκους, οι οποίοι όμως επανήλθαν σύντομα.
Η σημερινή ονομασία της πόλης εμφανίστηκε πιθανώς στα μέσα του 15ου αι., αν και είναι γνωστή από το 1470. Η σημασία της ονομασίας, με όλες τις ετυμολογικές συσχετίσεις και ερμηνείες των νεότερων ταξιδιωτών (Σκάβαλα, Βουκεφάλας, Cabalo Cavallo), δεν είναι γνωστή, το πιθανότερο όμως είναι πως έχει τουρκική προέλευση. Το 1546-49 φαίνεται πως ανασυγκροτήθηκε η πόλη, η οποία προσέλκυσε Τούρκους, χριστιανούς και Εβραίους κατοίκους. Λίγο αργότερα, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν οΜεγαλοπρεπής έχτισε νέο, ευρύτερο οχυρωματικό περίβολο για να περιλάβει την επεκτεινόμενη πόλη. Επίσης, οικοδόμησε μουσουλμανικό τέμενος, πανδοχείο (καραβάν-σεράι), λουτρά και το υδραγωγείο από το οποίο διατηρήθηκαν οι χαρακτηριστικές καμάρες. Τον 18ο αι. αναπτύχθηκε το εμπόριο, αυξήθηκε η κίνηση του λιμανιού, η πόλη επεκτάθηκε έξω από τα τείχη, ενώ πλήθυνε και το ελληνικό στοιχείο που πλέον είχε ενεργό ρόλο στη ζωή του τόπου. Το 1867 χτίστηκε η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, σημερινή μητρόπολη, το 1880 η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, ενώ ανεγέρθηκαν και δημόσια καταστήματα, όπως το παρθεναγωγείο και η Μεγάλη Λέσχη. Το 1893 ιδρύθηκε γαλλικό ταχυδρομείο. Στις 28 Οκτωβρίου 1912 οι Βούλγαροι πήραν την Κ. από τους Τούρκους χωρίς αντίσταση, αλλά αποχώρησαν στις 25 Ιουνίου 1913 και την επομένη ο ελληνικός στρατός αποβίβασε αγήματα που κυρίευσαν την πόλη. Η Κ. κατελήφθη από τους Βούλγαρους, μαζί με τους Γερμανούς, κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο οι Γερμανοί την παραχώρησαν στους Βούλγαρους.
Αρχαιολογικό Μουσείο Κ. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Κ., κτίριο που συνδυάζει στοιχεία μοντέρνας και κλασικής αρχιτεκτονικής, χτίστηκε το 1963 και η έκθεση των αρχαίων ευρημάτων ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1964. Ο πυρήνας του είναι μια μεγάλη αρχαία ελληνική οικία με αυλή στο μέσο, αίθουσες, στοές ή ανοίγματα στις πλευρές της που δίνουν ελαφρότητα στην κατασκευή, πολύ φως στις αίθουσες και δένουν τους εσωτερικούς χώρους με την ύπαιθρο. Στο μουσείο, που δεν είναι αυστηρά τοπικό, στεγάζονται αντιπροσωπευτικές αρχαιότητες από διάφορες αρχαίες θέσεις της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης.
Στο φυσικό περιβάλλον της αυλής του πρώτου αιθρίου και στη στοά του εκτίθενται επιτύμβιες ανάγλυφες στήλες, επιγραφές κ.ά. Στην πρώτη αίθουσα, που φέρει την ονομασία της Νεαπόλεως, εκτίθενται αρχαιότητες που βρέθηκαν στην Κ., κυρίως στην περιοχή του ιερού της Παρθένου. Στο βάθος της αίθουσας έχουν συγκροτηθεί και αναστηλωθεί τα αξιολογότερα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού της Παρθένου. Στο δεύτερο αίθριο εκτίθενται επιτύμβιες στήλες, επιγραφές, γλυπτά κ.ά., κυρίως από την Αμφίπολη και την περιοχή της. Η δεύτερη μεγάλη αίθουσα, που ονομάζεται Αμφίπολη, στεγάζει αρχαιότητες που βρέθηκαν στην ομώνυμη πόλη. Η μεγάλη στοά του ισογείου φιλοξενεί κυρίως την προϊστορική συλλογή του μουσείου με αντιπροσωπευτικά δείγματα των διαφόρων κεραμικών ρυθμών πολλών προϊστορικών οικισμών της περιοχής, τα οποία χρονολογούνται στην τελευταία φάση της νεολιθικής περιόδου και στην πρώιμη εποχή του χαλ
κού. Στη μεγάλη αίθουσα του ορόφου εκτίθενται αρχαιότητες από τις αποικίες της Θάσου, Γαληψό, Οισύμη και Στρύμη, από την αποικία της Σαμοθράκης, Μεσημβρία, από τη μεγάλη αποικία της Τέω, τα Άβδηρα, από τον μακεδονικό τάφο της Σταυρούπολης, από τον κλασικό τύμβο της Νικήσιανης και από διάφορους αρχαιολογικούς χώρους των νομών Σερρών και Δράμας.
Άποψη της Ελευθερούπολης, κωμόπολης του νομού Καβάλας (φωτ. Ραφαηλίδη - Ντεκόπουλου).
Χρυσά διαδήματα του 3ου αι. π.Χ. από τάφους της Αμφίπολης (Αρχαιολογικό Μουσείο, Καβάλα).
Λαιμός αττικού ερυθρόμορφου αγγείου με παράσταση διονυσιακού θιάσου, που χρονολογείται στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο, Καβάλα).
Το Παγγαίο χωρίζει τον νομό Καβάλας από τον νομό Σερρών.
Ο ποταμός Νέστος αποτελεί το φυσικό όριο μεταξύ των νομών Καβάλας και Ξάνθης (φωτ. Ι. Ντεκόπουλου).
Το πλωτό γεωτρύπανο «ΑΤΛΑΣ», σε γεώτρηση για πετρέλαιο στο κοίτασμα «Ε», ανοιχτά της Θάσου (φωτ. ΑΠΕ).
Τμήματα από δύο αθηναϊκά ψηφίσματα του 410/409 π.Χ. (πάνω) και του 407/406 π.Χ. (κάτω), στα οποία επαινούνται οι κάτοικοι της Νεάπολης για τη φιλία τους προς τους Αθηναίους και αναφέρονται διάφορα προνόμια και τιμές. Το δεύτερο ψήφισμα περιέχει και έναν όρο για τη διάθεση του φόρου που πλήρωνε η Νεάπολη στους Αθηναίους, στο ιερό της Παρθένου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Πήλινη προτομή θεάς του 4ου αι. π.Χ. από την Αμφίπολη (Αρχαιολογικό Μουσείο, Καβάλα).
Επιτύμβια στήλη του 3ου αι. π.Χ., εκτελεσμένη με την εγκαυστική μέθοδο σε εργαστήριο της Δημητριάδας (Αρχαιολογικό Μουσείο, Καβάλα).
Το «Ιμαρέτ» στην Καβάλα, πτωχοκομείο και ιεροδιδασκαλείο που έχτισε ο Μοχάμετ Άλι (1817).
Το φρούριο της Καβάλας.
Άποψη της Καβάλας, στους πρόποδες του όρους Συμβόλου, στον αριστερό μυχό του φερώνυμου κόλπου.
Τα καπνομάγαζα της Καβάλας είναι από τα πρώτα «βιομηχανικά» κτίρια στην Ελλάδα (φωτ. I. Ντεκόπουλου).
Στην Καβάλα σώζεται το αρχοντικό της οικογένειας του Μοχάμετ Άλι.
Το υδραγωγείο της Καβάλας, με τις χαρακτηριστικές καμάρες.
Άποψη του λιμανιού της Καβάλας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *(I)η (Μ καβάλα)1. ιππασία2. ιππικό, καβαλάρηδες, ιππείς3. μτφ. συνουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caballus «ίππος»].————————(II)επίρρ.1. εφίππως, καβαλητά, καβαλικευτά, πάνω σε ίππο ή σε άλλο υποζύγιο («καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε», δημ. τραγ.)2. ιππαστί («κάθεται καβάλα στην καρέκλα»)3. φρ. α) «τόν έχω καβάλα» ή «είμαι καβάλα» — έχω υπεροχή πάνω σε κάποιον ή είμαι εξασφαλισμένος έναντι άλλουβ) «ψωνίζω καβάλα» — εξαπατώμαι από πωλητή κατά την αγορά ως προς την ποιότητα ή την τιμή.[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική χρήση τού ουσ. καβάλα (πρβλ. και επίρρ. αράδα, γραμμή)].
Dictionary of Greek. 2013.